- μετάκεντρο
- το(ναυπ.) το θεωρητικό σημείο τομής τού ίχνους φανταστικής κατακορύφου που διέρχεται από το κέντρο άντωσης το οποίο προκύπτει όταν μετατοπιστεί το σώμα έστω και ελάχιστα μέσα στο νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
μετακεντρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετάκεντρο 2. βιολ. αυτός που αναφέρεται σε ένα μακρύ χρωματόσωμα τού οποίου το κεντρόμερο βρίσκεται στο μέσον περίπου, σε αντιδιαστολή προς τον ακροκεντρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάκεντρο(ν). Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek